Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιληπτικός

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιληπτικός, -ή, -όν) επιληψία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιληψία ή στον επιληπτικό
2. αυτός που πάσχει από επιληψία.