επινόηση

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπινόησις) επινοώ
1. η πράξη του επινοώ, η σύλληψη μιας ιδέας, η εφεύρεση
2. η ίδια η ιδέα που συλλαμβάνει κανείς, το επινόημα.