γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
η (Α ἐπινόησις) επινοώ1. η πράξη του επινοώ, η σύλληψη μιας ιδέας, η εφεύρεση2. η ίδια η ιδέα που συλλαμβάνει κανείς, το επινόημα.