επιπεδόκυρτος

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για φακό) αυτός που είναι κατά τη μία επιφάνεια κυρτός και κατά την άλλη επίπεδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίπεδο(ν) + κυρτός. Η λ. μαρτυρείται στον Νικηφόρο Θεοτόκη].