επιρροίβδην
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
ἐπιρροίβδην (Α)
επίρρ. με ορμητική επίθεση και θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. επιρροίβδην αντί επιρροιβδήδην (επί + ροιβδηδόν «θορυβωδώς»), με συλλαβική ανομοίωση].