ροιβδηδόν

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

Α
επίρρ. ῥοιζηδόν, με θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖβδος «σφοδρός ήχος» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].