Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιτεχνώμαι

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

ἐπιτεχνῶμαι, -άομαι (Α)
1. επινοώ δόλους για κάποιο σκοπό, μηχανορραφώ («βουλὴν ἐνταῡθα σοφωτάτην Πεισίστρατος ἐπιτεχνᾱται», Ηρόδ.)
2. εφευρίσκω, μηχανεύομαι εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεχνώμαι (< τέχνη)].