επτάκυκλος

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

ἑπτάκυκλος (AM)
(για τον ουρανό) αυτός που έχει επτά κύκλους, επτά σφαίρες
μσν.
(για την εβδομάδα) εκείνη που έχει επτά ίσες χρονικές περιόδους.