Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ἐρευθῶ, -έω (Α) έρευθοςείμαι ή γίνομαι κόκκινος, κοκκινίζω.