γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
ἐρημοπλάνος, -ον (Α)αυτός που πλανιέται μόνος, στην ερημιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + πλάνος.