ερημοπλάνος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

ἐρημοπλάνος, -ον (Α)
αυτός που πλανιέται μόνος, στην ερημιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + πλάνος.