ερημόνησος

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source

Greek Monolingual

η
το ερημονήσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + νήσος].