ετεράριθμος

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

ἑτεράριθμος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι διαφορετικού αριθμού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεράριθμον
η μεταβολή αριθμού, η αλλαγή από τον ενικό αριθμό στον πληθυντικό, ως σχήμα λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + αριθμός].