ετερόμετρος

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

(I)
ο
αρθρόγαστρο, σκορπιός της Ινδό-Μαλαισίας.
(II)
ἑτερόμετρος, -ον (Α)
(για στίχο) αυτός που έχει διαφορετικό μέτρο.