χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
εὐμέθυστος, -ον (Μ)
αυτός που μεθάει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μεθύω.