ευπαίδευτος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐπαίδευτος, -ον)
μορφωμένος, πολυμαθής
αρχ.
1. αυτός που δείχνει, που δηλώνει πολυμάθεια («εὐπαίδευτος ἐπιστολή», Διον. Αλ.)
2. φρ. «εὐπαίδευτόν ἐστι» — είναι έργο μορφωμένου ανθρώπου.
επίρρ...
ευπαιδεύτως (Α εὐπαιδεύτως)
με ευπαίδευτο τρόπο, με τρόπο που φανερώνει πολυμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παιδευτός (< παιδεύω)].