ευρυμενής

From LSJ

πόλλ' ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά → old age brings with it many evils

Source

Greek Monolingual

εὐρυμενής, -ές (Α)
ευρύς και ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -μενής (< μένος), πρβλ. δυσμενής, ευμενής].