εὐρυμενής
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
εὐρυμενές, broad and strong, τεῖχος, Φᾶσις, Orph. A.987,1052.
German (Pape)
[Seite 1095] ές, breit u. gewaltig, τεῖχος Orph. Arg. 990, Φᾶσις 1055.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυμενής: -ές, εὐρὺς καὶ ἰσχυρός, τεῖχος, Φᾶσις Ὀρφ. Ἀργ. 958. 1050.
Greek Monolingual
εὐρυμενής, -ές (Α)
ευρύς και ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -μενής (< μένος), πρβλ. δυσμενής, ευμενής].