Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
εὐρυμενής, -ές (Α)ευρύς και ισχυρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -μενής (< μένος), πρβλ. δυσμενής, ευμενής].