οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
εὐρύκολπος, -ον (Α)φρ. «εὐρύκολπος χθών» — ευρύχωρη γη, πολύ μεγάλη γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + κόλπος.