ευσπλαγχνίζομαι
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
Greek Monolingual
και (ε)σπλαχνίζομαι (ΑΜ εὐσπλαγχνίζομαι) εύσπλαγχνος
δείχνω συμπάθεια για κάποιον, συμπονώ.