εφτάδιπλος

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που αποτελείται από επτά μέρη, ο επταπλούς
2. ο επτά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον, επταπλάσιος
3. αυτός που έχει επτά πτυχές, επτά δίπλες («εφτάδιπλο σχοινί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + διπλός.