εφτάδιπλος

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που αποτελείται από επτά μέρη, ο επταπλούς
2. ο επτά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον, επταπλάσιος
3. αυτός που έχει επτά πτυχές, επτά δίπλες («εφτάδιπλο σχοινί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + διπλός.