εύορκος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔορκος, -ον)
αυτός που τηρεί τον όρκο του, ο πιστός στον όρκο του («εἴ τι χαίρεις ἀνδρός εὐόρκου τρόποις», Αριστοφ.)
νεοελλ.
συνεκδ. ευσυνείδητος, ειλικρινής
αρχ.
1. αυτός που είναι σύμφωνος με τον όρκο κάποιου («λόγοις δικαίοις χρωμένοις εὔορκον εἶναι ἀμφοτέροις», Θουκ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) εὔορκον, εὔορκα
ευόρκως.
επίρρ...
ευόρκως (Α εὐόρκως)
1. σύμφωνα με την υπόσχεση που δόθηκε με όρκο
2. ευσυνειδήτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρκος].