ευσυνείδητος
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐσυνείδητος, -ον)
(για πράξη, εργασία κ.λπ.) αυτός που είναι αποτέλεσμα ευσυνειδησίας, που έχει γίνει με ευσυνειδησία, εντιμότητα και σοβαρότητα (α. «ευσυνείδητη εργασία» β. «εὐσυνείδητον πρᾶγμα»)
νεοελλ.
εκείνος που έχει συνείδηση τών υποχρεώσεών του, που εργάζεται ή ενεργεί με σοβαρότητα και εντιμότητα («ευσυνείδητος δικαστής, δάσκαλος κ.λπ.»)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει καθαρή συνείδηση, που είναι βέβαιος ότι έχει ενεργήσει τίμια
2. άψογος, ανεπίληπτος
3. ευνόητος, ευκολονόητος.
επίρρ...
ευσυνειδήτως και ευσυνείδητα (ΑΜ ευσυνειδήτως)
1. με ήρεμη συνείδηση, με τη βεβαιότητα ότι όλα έγιναν τίμια και σωστά
2. με ευσυνειδησία, με σοβαρότητα και εντιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν-ειδητός (< σύν-οιδα «γνωρίζω μαζί με κάποιον ή για κάποιον κάτι»). Η αρχική σημασία της λ. ήταν «αυτός που έχει ήσυχη και καθαρή τη συνείδησή του». Στη Νέα Ελληνική η λ. χρησιμοποιείται κυρίως για ανθρώπους που εργάζονται ή ενεργούν με υπευθυνότητα (ευσυνείδητος υπάλληλος, δάσκαλος κ.λπ.].