εύτρεπτος

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

εὔτρεπτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που αλλοιώνεται εύκολα
2. (για νόσους) ήπιος, μαλακός
3. (για δέρμα) ευαίσθητος
4. εύκολος, πρόθυμος για κάτι
5. ασταθής, εύστροφος, ευμετάβολος.
επίρρ...
εὐτρέπτως (Α)
ευτρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρεπτός (< τρέπω)].