εὐέστιος
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
εὐέστιον, (εὐεστώ) prosperous, of Delos, Call.Del.325; γῆρας Id.Epigr. in Berl.Sitzb.1912.548.
German (Pape)
[Seite 1066] mit schönem Heerde, schön zu bewohnen, Callim. Del. 325.
Greek (Liddell-Scott)
εὐέστιος: -ον, ἐπὶ τῆς Δήλου, ἡ οὖσα ἐν καλῇ θέσει, ἡ κατέχουσα καλὴν θέσιν μεταξὺ τῶν νήσων, Καλλ. εἰς Δῆλ. 325.