εὐμαρέω
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
have abundance, πάντων B.1.65.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμαρέω: εὐπορῶ, τὸ δὲ πάντων εὐμαρεῖν οὐδὲν γλυκὺ θνατοῖσιν Βακχυλ. 1. 36 (σελ. 29, ἔκδ. Blass).