ζωγράφισμα

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525

German (Pape)

[Seite 1142] τό, f. L. für ζωγράφημα, Schol. Soph. Ai. 615.

Greek Monolingual

το ζωγραφίζω
1. η πράξη του ζωγραφίζω, η ζωγράφιση
2. έργο ζωγραφικής, εικόνα, ζωγράφημα.