ζωγράφισμα

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

German (Pape)

[Seite 1142] τό, f. L. für ζωγράφημα, Schol. Soph. Ai. 615.

Greek Monolingual

το ζωγραφίζω
1. η πράξη του ζωγραφίζω, η ζωγράφιση
2. έργο ζωγραφικής, εικόνα, ζωγράφημα.