ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
-ή, -ό (Α ἡδυντικός, -ή, -όν) ηδύνω
αυτός που κάνει κάτι γλυκό και νόστιμο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ηδυντικά
τα καρυκεύματα
αρχ.
1. αυτός που δίνει ευχαρίστηση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡδυντική
η τέχνη της καρυκεύσεως.