Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηδύστομος

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280

Greek Monolingual

ἡδύστομος, -ον (Α)
ευτράπελος, αστείος, παιγνιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, μεγαλό-στομος].