λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
ἡδύστομος, -ον (Α)
ευτράπελος, αστείος, παιγνιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, μεγαλό-στομος].