ἡδύστομος

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδύστομος Medium diacritics: ἡδύστομος Low diacritics: ηδύστομος Capitals: ΗΔΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: hēdýstomos Transliteration B: hēdystomos Transliteration C: idystomos Beta Code: h(du/stomos

English (LSJ)

jocosus, Glossaria.

Greek Monolingual

ἡδύστομος, -ον (Α)
ευτράπελος, αστείος, παιγνιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, μεγαλό-στομος].