ημίπαυση

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

η
μικρό διάλειμμα για ανάπαυση τών γυμναζομένων, στο μέσο τών ασκήσεων ή τών στρατιωτικών γυμνασίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + παύση (< παύω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].