ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
ἡμεροκαλλές, τὸ (Α)είδος κίτρινου κρίνου που ανθεί μόνο μία ημέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -καλλές (ουδ. του β' συνθετικού επιθέτων -καλλής < κάλλος, πρβλ. ζακαλλής, περικαλλής].