ημιμέγιστον
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
ἡμιμέγιστον, το (Α)
μισή μνα, ημιμναίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μέγιστον].