ἡμιμέγιστον
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1168] τό, nach Hesych. eine halbe Mine; vgl. Poll. 9, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιμέγιστον: τό, ἡμίσεια μνᾶ, ἡμιμναῖον, Ἡσύχ.˙ - τὸ μέγιστον τοῦ ταλάντου μέρος, ἡ μνᾶ, Πολυδ. Θ΄, 56.
Greek Monolingual
ἡμιμέγιστον, το (Α)
μισή μνα, ημιμναίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μέγιστον].