ημισειάζω

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

ἡμισειάζω (Α)
βλ. ημισιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίσεια, θηλ. του ήμισυς + -ζω].