κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
ἡμισειάζω (Α)βλ. ημισιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίσεια, θηλ. του ήμισυς + -ζω].