Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
ἡμιτμής -ῆτος, ὁ, ἡ (Α)
ημιτμήξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τμης (< θ. τμη- του τέμνω, πρβλ. παθ. άορ. ε-τμή-θην), πρβλ. ιθυτμής, φλεβοτμής].