ημιτμήξ

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

ἡμιτμήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
κομμένος στη μέση, διχοτομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τμηξ (< τμήγω «κόβω», με αντίστροφη παραγωγή), πρβλ. αποτμήξ].