ημιτριώροφος

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για κτίσματα) αυτός που έχει τρεις ορόφους, από τους οποίους ο πρώτος είναι ημιυπόγειος.