ηπατοπάθεια

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

η
γενικός όρος για οποιαδήποτε πάθηση του ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatopathy < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + -pathy (πρβλ. -πάθεια < -παθής < πάθος)].