ηπατοπάθεια

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

η
γενικός όρος για οποιαδήποτε πάθηση του ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatopathy < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + -pathy (πρβλ. -πάθεια < -παθής < πάθος)].