ηπιόλης

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source

Greek Monolingual

(I)
ἠπιόλης, ό (Α)
βλ. ηπιάλης.
(II)
ἡπιόλης, ό (Α)
βλ. ηπίολος.