ηρέμιος

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

ἠρέμιος, -α, -ον (Α) ηρέμα·1. ο ηρεμαίος
2. το ουδ. ως ουσ. το ἠρέμιον
η ανεμώνη.