ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
ἠρέμιος, -α, -ον (Α) ηρέμα·1. ο ηρεμαίος2. το ουδ. ως ουσ. το ἠρέμιονη ανεμώνη.