Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θάβακος

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

θάβακος: (θάϝακος) θᾶκος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θάβακος, ό (Α)
θάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η γλώσσα του Ησυχίου θάβακος διασώζει τον αρχικό τ. θαFακος, από τον οποίο προέκυψε με συναίρεση ο τ. θάκος].