θάμπωμα

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

το θαμπώνω
1. θάμβος, συσκότιση, κατάπληξη
2. απώλεια στιλπνότητας ή διαύγειας, θόλωμα
3. μείωση της όρασης.