μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
το θαμπώνω1. θάμβος, συσκότιση, κατάπληξη2. απώλεια στιλπνότητας ή διαύγειας, θόλωμα3. μείωση της όρασης.