θάψιμο

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

το
θάβω
1. ταφή, ενταφιασμός
2. χώσιμο πραγμάτων στη γη, παράχωση.