παράχωση

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραχώνω, η κάλυψη με χώμα, το παράχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραχώνω. Η λ., στον λόγιο τ. παράχωσις, μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς.