θέμειλον
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
German (Pape)
[Seite 1193] τό, dasselbe, erst sp. D., Ep. ad. 401 (App. 2701; κρηπῖδος Paul. Sil. amb. 249; Maced. 31 (IX, 649).
Greek Monolingual
θέμειλον, το (Α)
το θεμέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό αρχαΐζον παράγωγο < θεμελιώ].
Russian (Dvoretsky)
θέμειλον: τό Anth. = θέμεθλα.